Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Συνήθεις εραστές του Philippe Garrel (29/01)





«Συνήθεις εραστές» του Φ. Γκαρέλ.
* Les amants reguliers. Γαλλία, 2005. Σκηνοθεσία: Φιλίπ Γκαρέλ. Σενάριο: Φιλίπ Γκαρέλ, Αρλέτ Λανγκμάν, Μαρκ Σολοντένκο. Ηθοποιοί: Λουί Γκαρέλ, Κλοντίντ Εσμ, Ερίκ Ρουγιά. 178 λεπτά.

*****Ο Μάης του '68 και οι επιπτώσεις του μέσα από μια ερωτική ιστορία, σε μια επικών διαστάσεων, ελεγειακή ταινία.


Με το γαλλικό Μάη του '68 και τις επιπτώσεις του ασχολείται στην εκπληκτική, ημι-αυτοβιογραφική, βραβευμένη στη Βενετία (Αργυρό Λιοντάρι σκηνοθεσίας) ταινία του «Συνήθεις εραστές», ο Φιλίπ Γκαρέλ. Ο Γκαρέλ και οι συν-σεναριογράφοι του εστιάζουν την τρίωρης διάρκειας ταινία τους στην ιστορία έρωτα ανάμεσα σ' έναν 20χρονο ποιητή, τον Φρανσουά (ο Λουί Γκαρέλ, γιος του σκηνοθέτη και πρωταγωνιστής στην ταινία «Ονειροπόλοι» του Μπερτολούτσι) και μια σπουδάστρια Καλών Τεχνών, τη Λιλί (Κλοντίντ Εσμέ), ενώ παράλληλα παρακολουθούμε τις ιστορίες μιας ομάδας νεαρών.

Πρόκειται για μια τοιχογραφία της εποχής αλλά κι ένα ψυχογράφημα των νέων εκείνων που πίστεψαν στην επανάσταση, με ορισμένους να την εγκαταλείπουν στη συνέχεια και με άλλους να τη παρακολουθούν, απογοητευμένοι, να καταρρέει. Γυρισμένη για μεγαλύτερη αυθεντικότητα σε μαυρόασπρο φιλμ, με διευθυντή φωτογραφίας τον παλαίμαχο Γουίλιαμ Λουμπτσάνσκι, που τονίζει τη ρεαλιστική ατμόσφαιρα του έργου, η ταινία ξεκινά με τον Φρανσουά και τους φίλους του, σε μια θαυμάσια, σχεδόν «βουβή», 40λεπτη σκηνή, να παίρνουν μέρος «στη νύχτα των οδοφραγμάτων», ρίχνοντας βόμβες μολότοφ και να συγκρούονται με την αστυνομία, ως πρώτο κεφάλαιο που καταλήγει με τον Φρανσουά κυνηγημένο από τους μπάτσους στις στέγες του Παρισιού.

Στη διάρκεια της νύχτας αυτής ο Φρανσουά θα γνωριστεί με τη Λιλί, με τον έρωτά τους να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης ταινίας. Ενώ, ένα άλλο μέρος καλύπτεται από τους φίλους του Φρανσουά, ιδιάιτερα τον πλούσιο και οπιομανή Αντουάν, στο διαμέρισμα του οποίου φιλοξενούνται για μεγάλο διάστημα ο Φρανσουά και η Λιλί.

Χωρίς πολλή μουσική ή διάλογο, δίνοντας το βάρος στις σιωπές και στους ήχους, ο Γκαρέλ καταγράφει τις καταστάσεις με λεπτομέρεια, με επιμονή θα έλεγα, μ' ένα στιλ που θυμίζει εκείνο της νουβέλ βαγκ και ιδιαίτερα εκείνο του Ζαν Ιστάς στην τρίωρη παρόμοια ταινία του «Η μάνα και η πόρνη». Η κάμερά του άλλοτε ακίνητη (όπως στη σεκάνς στα οδοφράγματα) άλλοτε να κινείται με άνεση καταγράφοντας τους ανθρώπους στους χώρους τους, άλλοτε πλησιάζοντας, όταν χρειάζεται, για να φωτίσει τα πρόσωπά τους, πάντα όμως κρατώντας μιαν απόσταση, για να διατηρήσει την αντικειμενική ματιά του.

Δείχνοντας κάπου κάπου την αγάπη του για την απέριττη, αυστηρή ματιά του Μπρεσόν ή το καινοτόμο στιλ του Γκοντάρ (όπως στη σκηνή που η Λιλί, γυρίζοντας προς την κάμερα, λέει: «Απίστευτη η μοναξιά του καθενός στην καρδιά του»). Υπάρχει κάτι το ποιητικό, ταυτόχρονα επικό στην αφήγησή του, με τους νεαρούς του να προσπαθούν να ζήσουν μια διαφορετική ζωή, να δοκιμάσουν νέες απόψεις, τα ναρκωτικά, τον ελεύθερο έρωτα, να αλλάξουν, όπως πιστεύουν, τον κόσμο -πολύ εύστοχα, και με χιούμορ, σχολιάζεται η αλλαγή αυτή, στη σκηνή με τον συμπαθητικό παππού. Τις «φλογισμένες ελπίδες» του πρώτου μέρους θ' ακολουθήσουν, στο επόμενο δίωρο της ταινίας, οι «τουφεκισμένες προσδοκίες» με τις απογοητεύσεις τους, το τέλος του έρωτα και το θάνατο. Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στη θαυμάσια ταινία του, «Πριν από την επανάσταση», έδινε μια συγκλονιστική εικόνα της επερχόμενης επανάστασης, αντίθετα με τους «Ονειροπόλους» του, όπου άγγιζε, κάπως επιφανειακά, το πρόβλημα της ίδιας της επανάστασης. Ενώ, στη δική του ταινία, ο Γκαρέλ, μ' ένα δικό του, επίμονο, που σε κεντρίζει, τρόπο, κατάφερε να μπει κατευθείαν στην καρδιά του προβλήματος, ανοίγοντάς μας κυριολεκτικά τα σωθικά του.

αναδημοσίευση από ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 13/04/2006
ΚΡΙΤΙΚΗ: ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κινηματογράφος & Προπαγάνδα

Ο κινηματογράφος, όπως και κάθε μορφή τέχνης, έχει χρησιμοποιηθεί ως μέσο προπαγάνδας ιδεών, προτύπων ζωής και πολιτικών καθεστώτων. Στον κινηματογράφο μάλιστα το φαινόμενο αυτό πήρε πολύ μεγάλες διαστάσεις αφού λόγω της μαζικής απήχησης που έχει ως μέσο (ιδιαίτερα πριν εμφανιστεί η τηλεόραση) και της δύναμης του συνδυασμού εικόνας-ήχου μπορεί να επηρεάσει την κοινή γνώμη και να την κατευθύνει. Προπαγάνδα (η) ους.[ Κινηματογράφος και ναζιστική προπαγάνδα Ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος μετέτρεψε τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο σε μία προπαγανδιστική μηχανή. Οι επιτάξεις των κτιριακών εγκαταστάσεων για στρατιωτικούς σκοπούς και η κατάταξη στις ένοπλες δυνάμεις μεγάλου μέρους του έμψυχου υλικού, επηρέασαν βαθιά τη λειτουργία της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Αυτή την περίοδο το ντοκιμαντέρ γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη καθώς οι ανάγκες της προπαγάνδας βρίσκουν σε αυτό ,το ιδανικό φερέφωνο . Η Εθνικοσοσιαλιστική πολιτιστική πολιτική δεν ήταν πουθενά πιο

Underground του Emir Kusturica

   'Ενα υπόγειο ιδιότυπο.Πρακτικά κατεβαίνουμε τα σκαλιά των καταφυγίων σε εμπόλεμη περίοδο. Συμβολικά αγγίζει το υπόγειο του υποσυνείδητου. Όπου συχνά κατεβαίνει ο Μάρκος. Παρτιζάνος στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο,πολιτικώς και διανοούμενος στη κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία αργότερα.Έμπορος όπλων ,με μια λέξη καιροσκόπος. Στη βόλτα του αυτή, στο κελάρι εκτός από τις τύψεις και ενοχές παρέα έχει και την γυναίκα του. Κατεβαίνουν στο κελάρι να συναντήσουν τον μαύρο (μπλανκι). Παρτιζάνος και αυτός, συμπολεμιστής του Μάρκου στον πόλεμο και πρώην εραστής της Ιζαμπέλας γυναίκας του Μάρκου. Ο μαύρος Μπλανκί έχει σκοτωθεί στον πόλεμο. Κεντρικός ήρωας  της ταινίας,σύμβολο επαναστάτη, άνθρωπος ασυμβίβαστος και καθαρός.  Θυμίζει στον Μάρκο και την Ιζαμπέλα την καθαρότητα εκείνων των χρόνων που πλέον έχει χαθεί στα αδιέξοδα της διαπλοκής και της εξουσίας. Οι νεκροί του πολέμου ζουν και αναβιώνουν όχι στα αγάλματα και στις ιστορικές, ηρωικές ταινίες μα στην ουσία στο υπόγειο στο κελάρι. Σε έναν

ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

Δεκαετία 70-Η απαρχή του ΝΕΚ Σαν απαρχή του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου (ΝΕΚ), τοποθετείται τυπικά (αν και με κάποια ασάφεια) το 1970, με την έκδοση της «Αναπάραστασης» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου και τη συμμετοχή της ταινίας στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Η βασική διαφοροποίηση του ΝΕΚ απο την μέχρι τότε παραγωγή στην Ελλάδα, είναι η δημιουργία ταινιών όχι για εμπορική κατανάλωση, αλλά με βασικό κριτήριο την καλλιτεχνική αξία, με φιλοσοφικούς/πολιτικούς προβληματισμούς, με χρήση νέων τεχνικών στη κινηματογράφηση, με θεματολογία αντλουμενή απο την ελληνική πραγματικότητα και την πρόσφατη ιστορία της χώρας. Το 1974, με την πτώση της δικτατορίας, η ρήξη ανάμεσα εμπορικού κινηματογράφου από τη μια και ανεξάρτητου από την άλλη σε όλα τα επίπεδα (ιδεολογικό, αισθητικό και συνθηκών παραγωγής) είναι οριστική. Η μεταπολίτευση φέρνει μια αναγέννηση όλων των δημιουργικών δυνάμεων του κινηματογράφου. Η μεγάλη παραγωγή της δεκαετίας του 60, δεν πρόκειται να επαναληφ